χαμαιζήλου

χαμαιζήλου
χαμαίζηλος
seeking the ground
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χαμαίζηλος — η, ο / χαμαίζηλος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χαμαιζήλη Α 1. (για φυτό) αυτός που αυξάνεται σε μικρό ύψος από το έδαφος 2. μτφ. α) αυτός που έχει ταπεινές επιθυμίες, χαμερπής β) (κυρίως) αυτός που έχει υλικές βλέψεις, που ενδιαφέρεται κυρίως για τα υλικά… …   Dictionary of Greek

  • χαμαιζηλία — η, ΝΜΑ [χαμαίζηλος] η ιδιότητα τού χαμαίζηλου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”